- ποδοκομία
- η педикюр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποδοκομία — η, Ν η περιποίηση τών ποδιών, το πεντικιούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι, + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), απόδοση τού γαλλ. pedicure] … Dictionary of Greek
πεντικιούρ — το η περιποίηση τών νυχιών τών ποδιών, η ποδοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pedicure < λατ. pes, pedis «πόδι» + curo «φροντίζω»] … Dictionary of Greek